- ξεγυρίζω
- ξεγύρισα, ξεγυρίστηκα, ξεγυρισμένος1. μτβ., γυρίζω σε κάτι το μέσα έξω, αναποδογυρίζω: Ξεγύρισα το κοστούμι μου.2. αμτβ., για άρρωστο, πάω προς το καλύτερο: Ξεγύρισε το παιδί από χθες.3. η μτχ., ξεγυρισμένος μτφ., ο καλός στην όψη και τη θρέψη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.